σάλῳ

σάλῳ
σάλος
tossing motion
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαλώ — έω, Α [σάλος] παρλλ. τ. τού σαλεύω …   Dictionary of Greek

  • σαλῶ — σαλός silly masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλω — σάλος tossing motion masc nom/voc/acc dual σάλος tossing motion masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλωι — σάλῳ , σάλος tossing motion masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλος — ο, ΝΜΑ 1. ισχυρή κύμανση τής θάλασσας, θαλασσοταραχή («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῑς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», Ευρ.) 2. (για πλοία, καθώς και για τους επιβάτες του) κλυδωνισμός λόγω τρικυμίας 3. μτφ. α) θορυβώδης ανακίνηση, ανατάραξη (α. «σάλο… …   Dictionary of Greek

  • САЛОНЫ —    • Salōnae или na,          Σαλω̃ναι, Σάλων, главный город Далмации, при заливе, который и теперь еще называется тем же именем, необыкновенно важный пункт для римлян вследствие своего стратегического положения и своей гавани, своими… …   Реальный словарь классических древностей

  • SALAMBO — Hesych. Σαλαμβὼ, ἡ Α᾿φροδίτη παρὰ Βαβυλωνίοις. Lamprid. in Heliogabalo c. 7. Salambonem etiam omni planctu et iactatione Syriaci cultûs exhibuit. Non tamen Syra haec appellatio, vel Babylonica, sed a Syromacedonibus imposita, cum Σαλάμβη et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κίνημα — τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση 2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ. β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • κονισάλῳ — κονῑσάλῳ , κονίσαλος cloud of dust masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”